πεντάλεπτος

πεντάλεπτος
-η, -ο
1. αυτός που έχει διάρκεια πέντε πρώτων λεπτών τής ώρας («πεντάλεπτο διάλειμμα)
2. αυτός που αξίζει πέντε λεπτά τής δραχμής
3. το ουδ. ως ουσ. το πεντάλεπτο
μεταλλικό νόμισμα αξίας πέντε λεπτών, η πεντάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -λεπτός (< λεπτό), πρβλ. δεκά-λεπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεντάλεπτος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί 5 λεπτά της ώρας: Η πεντάλεπτη διαφήμιση προϊόντος από την τηλεόραση κοστίζει πολύ ακριβά. 2. αυτός που έχει αξία 5 λεπτών του ευρώ: Πεντάλεπτο χαρτόσημο. 3. το ουδ. ως ουσ., πεντάλεπτο, το νομισματική υποδιαίρεση αξίας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”